Wednesday, November 17, 2021

Αόρατος γίγαντας του ασυμβίβαστου

 Τετάρτη 17 Νοεμβρίου , έτος «Φούξια Αγριοβατομουριάς». 

Μήνας χρυσανθεμολατρείας και Βροχής των Λεοντιδών

Στα μπλε του μάτια ο καιρός καθρεφτίζεται ποιο ψυχρός, μουντός και ξέπνοος. Είναι ο νέος γείτονας που ξεροσταλιάζει με τις ώρες όρθιος και ακουμπισμένος στην ουρά του πιάνου του, πλάι στο παράθυρο. Τον ακούω όταν παίζει. Οι φήμες στη γειτονιά λένε πως ήταν πάστορας πριν γίνει ένας ερασιτέχνης πιανίστας. Κάποιοι πάλι λένε πως δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα αλλά πως διηύθυνε μια γκοσπελική ορχήστρα κάπου μακριά από εδώ. Δεν εκφράζεται συνήθως με κανένα τρόπο πέραν του μουσικού. Δεν με πολυενδιαφέρει αρκεί που όταν παίζει, παίζει αισιόδοξα. Την ενέργειά του μόνο υποθέτεις και νιώθεις καθώς ακούς νότες. Όμως δε τη βλέπεις όταν τον συναντάς στο δρόμο ή όταν στημένος πίσω από το τζάμι περιμένει κάτι να του φέρει ο καιρός. 


Σήμερα για πρώτη φορά παίρνει το τσάι του στο μπαλκόνι που βλέπει μπροστά στον δρόμο. Ετοιμάζομαι για τη δουλειά όταν διαπιστώνω πως στο περιοδικό που βρίσκεται πάνω στο τραπεζάκι, μπροστά μου, είναι εξώφυλλο η ατάραχη μούρη του. Το μακιγιάζ του άντρα που φιγουράρει πρωταγωνιστικά, τώρα με μπερδεύει και με κάνει να αμφιβάλω αν πράγματι μιλάμε για το ίδιο πρόσωπο. Είναι εντυπωσιακά βαμμένος με τρόπο που τα χαρακτηριστικά του να γίνονται πιο αδρά σχεδόν αρχαιοελληνικά ενώ το ισχνό κορμί του είναι ντυμένο σε death metal εμφάνιση. Ψάχνω να δω πια είναι η σελίδα που γράφει γι’ αυτόν και τι μπορεί να λέει, ενώ συνάμα κουμπώνω βιαστικά και τρεμάμενα το μαύρο μου πουκάμισο. Μαύρο μάλλινο παντελόνι και σακάκι σε απόλυτα ανδρική γραμμή και από πάνω μαύρο παλτό με εξώραφα λευκά και λευκά δερμάτινα μποτάκια ντύνουν μια αυστηρή επαγγελματία που σήμερα θα έρθει αντιμέτωπη με μια ανδροκρατούμενη ομάδα στελεχών. Όμως η εμφάνισή μου υποδηλώνει και μια πνευματική πλαστικότητα που λυγίζει αν θέλει, αν και δε λυγίζετε. Κάπως έτσι είναι και η αντίθεση που προκαλεί ο εικονιζόμενος σε σχέση με τον υποφαινόμενο γείτονα. Προκαλεί ευλυγισίες κατά περίπτωση.


Φτάνοντας στη σελίδα με τη συνέντευξή, οι διαπιστώσεις πέφτουν βροχή η μία μετά την άλλη και μου προκαλούν το ενδιαφέρον αν και βιάζομαι αρκετά. Κατά διαστήματα ρίχνω κλεφτές ματιές από την μπαλκονόπορτά μου απέναντι για να διασταυρώσω εντυπώσεις, απόψεις και να καταλήξω στα δικά μου ανεπηρέαστα από μικροαστικές σκοπιμότητες για φθηνό κουτσομπολιό και εσωτερική κατανάλωση, συμπεράσματα. Και έτσι οι ασυνάρτητες πληροφορίες παίρνουν σιγά σιγά τη θέση που τους αξίζει και νιώθω δικαιωμένη που τόσο καιρό κρατούσα στάση παρατηρητή. Εξάλλου στην προκειμένη περίπτωση φαίνεται πως ο πάστορας, μαέστρός, οτιδήποτε άλλο ή απλά γείτονας είχε συνδέσει την υπόστασή του με την παρατήρηση. Σύμφωνα με τη συνέντευξη, ο πρώην μαέστρος γκοσπελικής χορωδίας, υπήρξε πρώην πάστορας και πιο πριν μοντέλο πορτρέτων για νέους ζωγράφους. Στα μέσα της δεκαετίας του 70, οι σεξουαλικές του προτιμήσεις τον εξανάγκασαν να καταφύγει σε ευκαιριακές επαγγελματικές λύσεις μακριά από τις δεξιότητες που είχε αναπτύξει ως άριστος μαθητής πολλών βραβείων και επαίνων με όποια ανάλογη προοπτική μπορεί να του έδινε κάτι τέτοιο. Απόκληρος γιος της οικογένειά του, έπρεπε να βρει τρόπους να βιοποριστεί αλλά και την ισορροπία ανάμεσα στην επιβίωση και τις κοινωνική αποδοχή. Ως μοντέλο οι απολαβές ήταν οι ελάχιστες απαραίτητες για να συντηρεί οριακά τον εαυτό του. Ως πάστορας όμως μπορούσε υπό το πέπλο του θεωρητικού καθωσπρεπισμού να πετύχει οικογενειακή επανένταξη, κοινωνική αφομοίωση και φυσικά μια σχετική οικονομική άνεση. Όταν πια οι γονείς του άφησαν αυτόν τον μάταιο κόσμο, ο αόρατος γίγαντας του ασυμβίβαστου αξιοποίησε την ανήσυχη ιδιοσυγκρασία του και το μουσικό του πάθος και διάλεξε ως τερματικό της επαγγελματικής του διαδρομής την διοίκηση μιας χορωδίας εκκλησιαστικών μπλουζ.


Η συνέντευξη συμπεριλήφθηκε στο αφιέρωμα του αγαπημένου μου περιοδικού με θέμα τον κοινωνικό αποκλεισμό και την επανένταξη. Κλείνω την πόρτα εξόδου και κοντοστέκομαι με το βλέμμα αδιακρίτως καρφωμένο στο ήρωα της ημέρας μου. Επιδιώκω να με προσέξει για να μάθει πως δεν είναι πια αόρατος. Φυσικά είναι πολύ πιθανό να μην τον νοιάζει αλλά νοιάζει εμένα. Δεν με κοιτάζει και εγώ βιάζομαι. Κατηφορίζω μπροστά από το σπίτι του και μισό μέτρο πιο κάτω μου φωνάζει: “Ξέρεις να τραγουδάς;” “Μπορώ” του απαντάω.


AUTUMN 2021

Tuesday, November 16, 2021

Όροφοι :1ος, Μέρα ΙΙΙ

 Τρίτη 16 Νοεμβρίου , έτος «Φούξια Αγριοβατομουριάς». 

Μήνας χρυσανθεμολατρείας και Βροχής των Λεοντιδών

Δέκα σκαλοπάτια όλα και όλα και τρίζουν με τέτοιο αντίλαλο στα αυτιά σου, κάνοντας τα να μοιάζουν τριάντα. Το ξύλο είναι παλιό και χιλιοπερασμένο με λαδομπογιά καφέ. Η μοκέτα παχιά, μπεζ. Ίσως ήταν εκρού κάποτε. Η πόρτα τρίμετρη, λευκή, διπλή και τρεμουλιαστή σαν βάλεις το κλειδί να την ανοίξεις. Μόλις περάσεις το κατώφλι ένα υπέρδιπλο κρεβάτι ακριβώς στη μέση, μασίφ ξύλο, λευκό με δύο χρυσούς γλόμπους δέξια, αριστερά στο προσκέφαλο και κλινοσκεπάσματα λευκά και εκρού από λινό-μετάξι. Από τη μία πλευρά μια μεγάλη μπαλκονόπορτα που βλέπει στον κήπο του μικροσκοπικού ξύλινου τροχήλατου σπιτιού και από την άλλη ένας τοίχος σχεδόν όλος ντουλάπα. Μπροστά από την μπαλκονόπορτα, γυρισμένη στο πλάι, σα να έχει πάρει θέση να αγναντεύει έξω, μία γκρι ποντικί, σατέν, αριστοκρατική, μπαρόκ πολυθρόνα με το υποπόδιό της. Πίσω της και ακριβώς δίπλα στην πόρτα ένα τζάκι σε απόχρωση ξεθωριασμένου λερωμένου ροζ, με μια εστία που στη διαγώνιό της περνούσε τα δύο μέτρα και μέσα γεμάτη με μεγάλα λευκά κεριά. Το δωμάτιο είναι για δύο σε χώρους αλλά μοιάζει στιλιστικά να απευθύνεται σε έναν που θέλει να διασκεδάσει με τα χορταστικά υπερμεγέθη έπιπλά.


Δε μένω παρά μόνο για ύπνο στο δωμάτιο και για να πλυθώ, να αφήσω ή να πάρω πράγματα. Όμως με ενδιαφέρει που είναι πολύ καθαρό, φωτεινό και γενναιόδωρο. Πάντα βρίσκω καθαρές πετσέτες, άρωμα mask στα σεντόνια και τις μαξιλαροθήκες, τακτοποιημένα τα πράγματα μου με τον ίδιο ακατάστατο τρόπο που τα άφησα. Εκεί, στο ίδιο σημείο που άφησα εχθές και τις σατέν ασημογκρί γόβες μου απλά κοντά η μια στην άλλη, σε ζευγάρι και όχι η μία πλάι στο κρεβάτι και η άλλη πλάι στην πόρτα όπως τις άφησα εχθές. Το πλούσιο σε φτερά, ζαχαρί φόρεμά μου με ασημί ζωνάκι, φιόγκο πίσω, είναι κρεμασμένο στο πόμολο της ντουλάπας και όχι πεταμένο στην πολυθρόνα, εκεί όπου το εγκατέλειψα αργά χθές. Το μόνο που δεν ακούμπησε κανείς είναι η ιριδίζουσα εκρού βαλίτσα μου που τοποθέτησα ανοιχτή, το πρωί, πάνω στην εξωτερική γωνία του κρεβατιού. Εκεί μέσα έχω να χωρέσω ακριβώς ότι έφερα μαζί μου και αυτό για πρώτη φορά. Συνήθως οι βαλίτσες μου δεν έχουν αντέξει μέχρι την επιστροφή. Φτάνουν πίσω με διαλυμένα φερμουάρ ή γαζιά. Είναι τόσο γεμάτες από το καταναλωτικό όργιο που πηγαινοφέρνω μαζί μου όπου βρεθώ και σταθώ. Αυτή τη φορά όμως όλη η εκτόνωση διαμορφώθηκε με χάδια, φιλιά, αγκαλιές, γέλια και υποσχέσεις. 


Στην αρχή όλα μοιάζαν με ενδείξεις αλλά στο τέλος ήρθαν και οι αποδείξεις. Αποδείχτηκε αληθινό το ένστικτο οπότε και η εκπλήρωσή όλων όσα εκείνο μου επίτασσε. Το ταξίδι εδώ έγινε γιατί έπρεπε να γίνει. Έγινε και για εμένα και για εκείνους. Τα πρόσωπα που συνάντησα ως σαν από παλιά αρχειοθετημένα στην ψυχή και στο μυαλό αλλά και όσα προστέθηκαν τώρα σε αυτό το αρχείο κάλυψαν στη ζωή μου τον κενό χώρο που είχε μείνει όχι από σύμπτωση άδειος. Σε κάθε περίπτωση η απόφαση για το ταξίδι, που πάρθηκε γρήγορα, χωρίς πολύ σκέψη και προεργασία ήταν για πρώτη φορά μια τέτοια απόφαση. Χωρίς αμφιβολία έπραξα επιτέλους συναισθηματικά αυθόρμητα και όχι επιπόλαια όπως θα έλεγε ένας άτολμος που αν τυχόν παραδοθεί στο συναίσθημά του χωρίς πιθανή ανταπόκριση νιώθει και αμέσως εκτεθειμένος και ευάλωτος. Με τη βαλίτσα ελαφριά και εμένα ασφυκτικά γεμάτη από την εμπειρία της ανιδιοτέλειας τραβάω προς τα κάτω, αφήνοντας κάθε σκαλοπάτι πίσω με κρότο. Σέρνοντας τη βαλίτσα στις σκάλες και προσγειώνοντας απότομα το κάθε μου πάτημα, ειδοποιώ πως φεύγω.


AUTUMN 2021

Monday, November 15, 2021

Όροφοι :Ισόγειο -1ος, Μέρα ΙΙ

 Δευτέρα 15 Νοεμβρίου , έτος «Φούξια Αγριοβατομουριάς». 

Μήνας χρυσανθεμολατρείας και Βροχής των Λεοντιδών

Αυτές τις μέρες έξω από το μαγαζί τα ξερά φύλλα μαζεύονται σωρός. Τα φέρνει ο αέρας και  ο Νοέμβρης. Είναι από τα τελευταία. Λατρεύω το χρώμα τους και τον ήχο που κάνουν σαν τα πατάς ή τα σκουπίζεις. Σήμερα το πρωί μετακόμισα στο διαμερισματάκι που άδειασε στον 1ο. Είμαι πιο κοντά σε εκείνους και εκείνοι σε εμένα. Μπορούν να περνάνε να με βλέπουν και μετά τη δουλειά. Είναι που έχω λατρέψει το μικρό hotel, το τζαμένιο καφέ του και τους αλλόκοτα αγαπησιάρικους υπαλλήλους του. Σήμερα αρχίζω και αγωνιώ για τις μέρες που περνούν και για τις σύντομες επαναλήψεις πραγμάτων που πρόλαβαν και έγιναν συνήθειες, όπως οι άνθρωποι αυτοί. Όλο και πλησιάζω σε μια ισχυρή και ανακουφιστική άποψη τελευταία. Ότι δεν μου ταιριάζει και ότι μου ξενίζει σε άτομα και συμπεριφορές είναι απλά δική μου έλλειψη αυτοδιάθεσης. Η αυτοδιάθεση μου να αγαπώ. Είναι από εκείνες τις διαπιστώσεις που σου δίνουν ανάσα και σου επιτρέπουν να ξανά-αναπνεύσεις. Αρχίζω να αγαπάω ευκολότερα όσο αντιλαμβάνομαι τα διαμάντια που καλά κρύβει κανείς και έχει θαμμένα εκεί που δε φτάνει εύκολα η δική μου ματιά. Είναι περισσότεροι εκείνοι που αξίζουν την αγάπη μου όταν αφήνω τον εαυτό μου ανεπηρέαστο από τις δικές μου κατασκευασμένες θεωρήσεις για τον κόσμο. Φοράω ένα κοτλέ κεραμιδί μακρύ φόρεμα σε σχήμα Α συνδυασμένο με εκρού στενό ζιβάγκο πλεκτό, ένα ζευγάρι καστόρινα clogs με γούνινες λεπτομέρειες, σε ίδιο χρώμα και κατεβαίνω να συναντήσω κάποιους από αυτούς.


Στο φως της μέρας, και όμως το γυάλινο μαγαζάκι έχει ανάψει όλα τα φώτα. Πάλι είναι σχετικά σκοτεινό και αυτό γιατί σκοτεινή είναι ατμόσφαιρά του αν δεν αναμετρηθείς με τις φωτεινές του πλευρές. Η μουσική που παίζει είναι σε συγχορδίες κιθάρας και νότες απαλές, μελωδίες μακρόσυρτες, διαδοχικής μονοτονίας, με καθόλου εξάρσεις αλλά σε τόνο τόσο σίγουρα μελαγχολικά υπέροχα και εύηχο. Το τζάκι σε μέγεθος και υλικά μοιάζει με σκοτεινό δράκο. Η εστία του σα φλογισμένο στόμα που είναι έτοιμο να εκτοξεύσει πυρά σε όποιον προσέρχεται με εχθρική διάθεση στον χώρο. Σε κάθε άλλη περίπτωση γίνεται ο γίγαντας φίλος σου που μπορεί να ζεστάνει την παγωμένη σου καρδία. Τα τραπέζια φαίνονται ότι μαζεύτηκαν από κάποια εγκαταλελειμμένα βικτοριανά σπίτια του μακρινού Όρεγκον της Αμερικής. Παλιά, σκοροφαγωμένα αλλά με ενδιαφέρουσες σχεδιαστικές γραμμές και όλα  με επιφάνειες φρεσκοβαμμένες με  μαύρο γυαλιστερό πηχτό χρώμα. Έτσι λοιπόν εύκολα χαράσσεις πάνω τη στιγμή ή την ευχή σου. Οι τοίχοι τριγύρω πανύψηλοι, πάνω από πέντε μέτρα και όλοι τελειώνουν σε μια παχιά ριγωτή κλίμακα από γύψο. Πόση ευτυχία να ξέρεις, πως η υπέροχα αρωματισμένη τάρτα μήλου επιτίθεται στα ρουθούνια σου πρώτα, έπειτα στον ουρανίσκο σου και τέλος έχει τόσο χώρο να απλωθεί όσο της αναλογεί σε όγκο απόλαυσης. Δε συμπιέζεται , δε περιορίζεται σε ένα μικρό δωμάτιο ώστε τελικά να εκτοξεύεται έξω στον δρόμο από τις ψιλές οπές στις ενώσεις των τζαμιών μεταξύ τους. Μένει μαζί σου, πάνω στα ρούχα σου και σε συντροφεύει για όλο το υπόλοιπο της ημέρας. Το αγόρι και το κορίτσι που την ψήνουν, έχουν μελαγχολικά μαλλιά και ρούχα. Τα μαλλιά γυαλιστερά από το φυσικό λίπος του δέρματος άλουστα από μέρες και τα ρούχα τρομαχτικά ίδια κάθε φορά αν και διαφορετικά. 


Με περιμένουν και με καλωσορίζουν μέσα από το τζάμι την ώρα που διαβαίνω απ’ έξω. Τους εξηγώ πως πάω μέχρι το φαρμακείο να πάρω μια κρέμα για τα μεσογειακά μου χέρια που καθόλου δεν αντέχουν στο κρύο. Έχουν κολλήσει τη μούρη τους στα τζάμι και με παρακολουθούν να ξεμακραίνω, με απορία στο βλέμμα και μισό χαμόγελο στα χείλια. Νιώθω πως με κοιτούν καμαρώνοντάς με, ή μπορεί και τον εαυτό τους που με κάναν φίλη τους. Τους κάνω νόημα πως σύντομα θα γυρίσω και έτσι απομακρύνονται από το τζάμι. Τριγυρνώ για μερικά λεπτά στη γειτονιά, να αρπάξω λίγο απ΄ το κρύο, να το συνηθίσω, να καταφέρω να ξεπιιάσω τους μύες μου που έχουν σφιχτεί από αντίσταση σε αυτό. Περιπλανιέμαι φυσικά και με την ελπίδα πως θα χορτάσω με τις εικόνες του τόπου αυτού και έτσι δε θα μου λείψουν σύντομα. Έχω πολλές αμφιβολίες ωστόσο. Όταν επιστρέφω, τρέχουν προς το μέρος μου, να μου πάρουν το καμηλό μου παλτό που τόσο δυσκολεύομαι να αποχωριστώ. Με ενημερώνουν πως καφές και αυγά ποσέ με περιμένουν στο τραπέζι και πως ο αγαπημένος μου τηλεφώνησε απ΄ το δωμάτιο να ρωτήσει αν είμαι εκεί. Τον άφησα να κοιμάται προκειμένου να προλάβω αβίαστα να πάρω τον πρωινό μου απαραίτητο χρόνο για να συνηθίσω τα εγκόσμια. Εκείνος είναι τόσο υπέροχα γήινος και είναι αυτό που αγαπώ περισσότερο πάνω του. Εκείνοι όμως αγαπούν σε εμένα μάλλον τον απόκοσμο αέρα μου και φορές φορές με περιπαίζουν. Όπως ετούτη την ώρα μου κρύβουν πως στο τραπέζι με περιμένουν ήδη τα αγαπημένα μου πρόσωπα. Προσπαθούμε πολύ να γίνουμε ο ένας καθημερινότητα του άλλου, τις μέρες αυτές.


AUTUMN 2021

Friday, November 12, 2021

Όροφος: Ισόγειο

 Παρασκευή 12 Νοεμβρίου , έτος «Φούξια Αγριοβατομουριάς». 

Μήνας χρυσανθεμολατρείας και Βροχής των Λεοντιδών

Στο γυάλινο, σαν αίθριο μαγαζάκι, με τα πορτοκαλί στόρια, το σκαμμένο, σκούρο γκρι, ξύλινο πάτωμα και το τούβλινο τζάκι, φτάνουμε κοντά στο μεσημέρι. Ο ήλιος παλεύει να ξεπροβάλει στην παγωμένη πόλη αλλά μάταια. Το τοπίο χειμερινό σε αίσθηση, φθινοπωρινό σε όψη όπως σε κάθε πόλη της κεντρικής Ευρώπης. Μπλεγμένα χέρια, δεξί - αριστερό, το ένα φροντίζει το άλλο, προσπαθούν να ζεσταθούν. Ψάχνουμε τραπέζι σαστισμένοι. Τώρα είμαστε μόνο δύο όμως σύντομα η παρέα θα μεγαλώσει αρκετά. Ένας νεαρός με μία ασπρόμαυρη μπλούζα, σχεδιασμένη με γκράφιτι και χορευτικό περπάτημα μας πλησιάζει. Κοντοστέκεται χαμογελώντας πλάι μας, δείχνοντας απορημένος για το τι μπορεί να μας κρατάει όρθιους με τόσα τραπέζια άδεια. Το εξηγούμε πως θα είμαστε έξι και μας δείχνει μία μαύρη ξύλινη τραπεζαρία με πόδια στα βασικά χρώματα: μπλε, πράσινο, κόκκινο, κίτρινο. Έτσι ακριβώς ήταν και τα συναισθήματά μου: παγερό μπλε της μοναξιάς, ζωηρό πράσινο της ελπίδας, φωτεινό κίτρινο της ευτυχίας και  έντονο κόκκινο του ενθουσιασμού.


Πόση μοναξιά μπορεί να χωρέσει κάτω απ΄ το δέρμα που ζεσταίνει η σφιχτή αγκαλιά του αγαπημένου σου και πόση ακόμη όταν γεννά και στέλνει θαλπωρή η φωτιά στο τζάκι, αναρωτιέται κανείς. Τόση θα πω, όση μαζεύεται όταν νοσταλγείς και νοσταλγείς και νοσταλγείς αλλά ούτε στιγμή δεν έχεις λησμονήσει. Αγαπημένα πρόσωπα των παρελθόντος βρίσκονται απλά κάπου και μοιάζουν φαντάσματα. Πρέπει πια, απλά, να πας και να τα ψάξεις, να τα βρεις και να θυμηθείς να μη ρωτήσεις “γιατί”. Μισό “γιατί” σου ανήκει και η απάντηση είναι ούτως ή άλλως ημιτελής. Υπάρχει η ελπίδα, σκέφτεσαι, να μην έχει αλλάξει απολύτως τίποτα. Ελπίζεις πως δε θ’ αργήσει τόσο η επόμενη φορά και πως όση αγάπη χρωστάς να νιώσεις θα τη νιώσεις. Κάπου σε αυτό το σημείο νιώθεις ευτυχία που η ώρα πλησιάζει, που τελικά σύντομα θα συμβεί αυτό που θα εκπληρώσει την επιθυμία σου. Τη γλυκιά μοναξιά του μεγάλου άδειου χώρου οικειοποιούμαι εύκολα και σύντομα νιώθω πως έχει γεμίσει από εμένα και από την πληθωρικότητα των συναισθημάτων μου. Δεν νιώθω την απουσία με τον ίδιο τρόπο και η ελπίδα πια μετατρέπεται σε προσμονή. Η ευτυχία γίνεται απελευθέρωση που μπορεί να εκφραστεί με χαμόγελα και αγκαλιές. Ο ενθουσιασμός για την ώρα περιορίζεται στη γεύση του καφέ και στη μυρωδιά της κανέλας.


Ο καφές εδώ έρχεται σε γυάλινο ποτήρι με χερούλι. Δεν είμαι σγουρή ότι αυτό μου αρέσει. Έχω συνδυάσει τη διαφάνεια του ποτηριού με τη διαφάνεια του νερού. Δεν θέλω να μου χαλάει τη διαπερατότητα του γυαλιού το σκούρο χρώμα του καφέ ούτε θέλω να βλέπω τη στάθμη του καφέ να κατεβαίνει. Ο καφές για εμένα είναι σα μια προσδοκία. Υπάρχει η γλυκιά αγωνία μιας υπόσχεσης για κάτι πολύ όμορφο που επρόκειτο να εκπληρωθεί και αυτό συμβαίνει κάθε πριν και μετά την γουλιά. Όταν βλέπω τον καφέ απ΄ το γυαλί βλέπω πριν πιω, πριν δοκιμάσω, πριν μυρίσω, την προσδοκία να μου αποκαλύπτεται. Όμως δεν είναι μια διψά που θέλω άμεσα να σβήσω. Είναι μια απόλαυση που δε θέλω να βλέπω να τελειώνει. Έτσι γεύομαι και την αναμονή όσο δεν βλέπω το γεγονός να πλησιάζει να λάβει χώρα. Χαζεύω το βιομηχανικού σχεδιασμού τζάκι από κόκκινα τούβλα και μαύρο τσιμέντο περιμετρικά της εστίας. Το βλέμμα μου κάνει μια βόλτα γύρω στους τοίχους και από μια στάση σε κάθε ασπρόμαυρο καδράκι που φιγουράρει κάποιος διάσημος μάλλον τρομπονίστας ή σαξοφωνίστας. Το μαγαζί είναι γεμάτο επίπεδα και περίκλειστα από μισούς τοίχους ή διαχωριστικά από κάθετες ξύλινες δοκούς, μεταλλικές ράβδους ή και συρματόσχοινα. Κάθε επίπεδο έχει έναν χαρακτήρα μοναδικό και μια εσωστρέφεια όπως κάθε ανθρώπινη προσωπικότητα. Στο δικό μας, χαμηλό επίπεδο, κυριαρχεί το στοιχείο της ιδιωτικότητας,  της εσωτερικότητας, της αυτοκυριαρχίας. Ξάφνου η πόρτα ανοίγει και εμφανίζονται και οι τέσσερις τους. Σηκώνομαι και η χαρά γαργαλάει τον λαιμό μου και την έχω πια γεύση στο στόμα μου. Ο ενθουσιασμός ξεχειλίζει. 


AUTUMN 2021

Thursday, November 11, 2021

Πρέσβειρα ελπίδας

 Πέμπτη 11 Νοεμβρίου , έτος «Φούξια Αγριοβατομουριάς». 

Μήνας χρυσανθεμολατρείας και Βροχής των Λεοντιδών

Στο μπαλκόνι του 3ου ορόφου, η κυρία με τα γκρίζα μακριά μαλλιά πρέπει να είναι οδοντίατρος. Φοράει τις περισσότερες ώρες άσπρη ποδιά και πίσω στην πλάτη είναι κεντημένο ένα μεγάλο χαμόγελο, περιτριγυρισμένο από ροζ χείλια και στη μέση κατάλευκα δόντια μεταξύ των οποίων ένα να φιγουράρει σαν μικρό διαμάντι. Ακόμη και εκεί έχει δώσει την προσοχής της προκειμένου να εντυπωσιάσει. Μετά τη λήξη της βάρδιάς της βγάζει βόλτα όχι τα σκυλάκια της αλλά ένα κόκκινο, Alpha Romeo 1600 Spider Duetto από τα τέλη της δεκαετίας των 60s’. Είναι ένα σαν και εκείνο που έπαιζε στον “Πρωτάρη” όμως εκείνη σίγουρα δεν ήταν τότε η Mrs. Robinson. Η μαμά της ίσως. Μαζί με το αυτοκίνητο κληρονόμησε και έναν αριστοκρατικό αέρα όταν κρατάει το τιμόνι πριν ακόμη βάλει μπρος τη μηχανή. Ίσιος ψηλός λαιμός, το κεφάλι μπροστά, κοιτάζει τον καθρέφτη, τον ρυθμίζει και ρίχνει στον ίδιο της τον εαυτό ένα χαμόγελο γεμάτο υπονοούμενα. Διαβάζω πως δίνει ένα σήμα επιβράβευσης στη γυναίκα που κουβαλάει μέσα της. Είναι η ίδια με εκείνη που διακρίνει εκ πρώτης όψεως κανείς, αν φυσικά την παρατηρήσει κάλα και τύχει σε μια απλή, καθημερινή κουβέντα μαζί της. 


Το πρωί τη συναντώ στο καθαριστήριο. Όχι κάθε πρωί, μα αυτό το ανεμοδαρμένο πρωινό Πέμπτης. Αφήνω χώρο σε εκείνη να ακουμπήσει μια ντουζίνα λαμπερά φορέματα στον πάγκο παράδοσης και κόβω βόλτες έξω από το κατάστημα. Στο εν το μεταξύ ακούω μια βαθιά, αισθησιακή αλλά και περιφανή φωνή να εξηγεί κάτι λες και απολογείται. Κατεβάζω το κεφάλι και κάνω πως δεν βλέπω, όταν καταλαβαίνω πως μου απευθύνει το λόγο. Φοράει κόκκινο, μακρύ και παχύ, μοχέρ ζιβάγκο και ένα ίσιας γραμμής, ακριβώς στον αστράγαλο, πολύ ανοιχτόχρωμο, blue jean, με μπλε, σουέτ γόβες και κόκκινη σόλα. Εγώ φορώ μια μαύρη τζιν μίντι φούστα με μεταλλικά κουμπιά μπροστά, ένα πράσινο, κοντό, πλούσιο σε όγκο, με φουσκωτά μανίκια πλεκτό πουλόβερ και μαύρες, σουέτ ψηλοτάκουνες γόβες. Με έναν κοινό τρόπο, οι εμφανίσεις μας είναι casual και εν μέρει χρωματικά εκκεντρικές. Τα γκρι κυματιστά μαλλιά της είναι δεμένα σε ένα χαμηλό κότσο που φτάνει ως τα μισά της πλάτης της και τα δικά μου πιασμένα σε πλεξούδα. Μου ζητάει επιβλητικά να μπω μέσα με δικαιολογία πως κινδυνεύω να την αρπάξω από τον βόρειο άνεμο που προλαβαίνει και μπαίνει πρώτος όταν εκείνη ανοίγει την πόρτα. Ok, λέω και σηκώνω τους ώμους σαν να δείχνω πως δεν έχω και άλλη επιλογή. 


Μπαίνοντας μου λέει: “επειδή εγώ έχω μια ντουλάπα αναμνήσεις που κουβαλάω όπου πάω σημαίνει πως εσύ πρέπει να περιμένεις στο κρύο για ώρες;”. Ασυναίσθητα χαμογελάω και την κοιτάζω με ένα δέος που δε γνωρίζω από που μπορεί να πηγάζει. Είναι κοντά είκοσι χρόνια μεγαλύτερή μου όπως μόνη της μου αναφέρει και κουβαλάει, λέει, ακόμη στις αποσκευές της την επαγγελματικής της προίκα. Οδοντίατρος με τόσες τουαλέτες μονό από φετίχ σκέφτομαι, ένα παράδειγμα σαν το δικό μου. Όμως χειμαρρωδώς μου αναλύει σύντομα, πόσο γελοία ένιωθε πως ως Πρέσβειρα στον ΟΗΕ για τα δικαιώματα των Αφρικανών γυναικών την ξέπνοη με έναν τρόπο δεκαετία του 90, χρειάζονταν πέρα από ισχυρό λόγο και εντατική παρουσία σε δράσεις και παγκόσμιες πρωτοβουλίες, ευφάνταστα, αστραφτερά και τόσα, πολλά, διαφορετικά φορέματα. Σε ένα παραλήρημα μου εξηγεί την ανάγκη της να βρουν αυτά τα φορέματα προορισμό και σκοπό και πως όταν εξάντλησε όλα τα περιθώρια σκέφτηκε να τα δημοπρατήσει και να διαθέσει τα έσοδα στη τοπική κοινότητα Αφρικανών γυναικών που ανακάλυψε πως αν και τα έχεί πάει υπέροχα ακόμη δεν εκπροσωπείται από κάποιον τοπικό παράγοντα προκειμένου να αφομοιωθούν σε κάθε τομέα της ζωής της τοπικής κοινωνίας. Όσο για το οδοντιατρείο είναι το επάγγελμά της εδώ και 40 χρόνια, οπού σε ένα τέτοιο, στη Φιλαδέλφεια των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, συνάντησε κάποτε τον πρίγκιπα της. Έναν Αφρικάνο πρόξενο που αγαπούσε τα λαμπερά λευκά δόντια και τα φωτεινά, μεγαλόψυχα, λευκά, κορίτσια.


AUTUMN 2021

Wednesday, November 10, 2021

Οι Προορισμένοι

Τετάρτη 10 Νοεμβρίου , έτος «Φούξια Αγριοβατομουριάς». 

Μήνας χρυσανθεμολατρείας και Βροχής των Λεοντιδών

Στην είσοδο του ξενοδοχείου στέκεται ένα ψηλό έγχρωμο αγόρι με ανοιχτόχρωμο γκρι κοστούμι και κατάλευκα δόντια. Το ογκώδες, γυμνασμένο σώμα του ασφυκτιά μέσα στο καλοραμμένο σακάκι με την στενή μέση και τα ασημένια κουμπιά, όμως δεν το δείχνει. Υποδέχεται, δίνει διευκρινίσεις, χαμογελάει, καλεί ταξί, ανοίγει-κλείνει πόρτες και δείχνει ευτυχής.  Ανήκει στους τυχερούς σκέφτομαι. Είναι αφομοιωμένος και λαμπερός, οικονομικά ανεξάρτητος και ελεύθερος. Διασκεδάζει το κάθε δευτερόλεπτο που του δίνει ζωή και ίσως πολύ υποσυνείδητα να θυμάται την τύχη των προγόνων του. Μπορεί και συνειδητά να ευγνωμονεί τους αγώνες τους ή απλά τη μοίρα του που υπήρξε τόσο γενναιόδωρη μαζί του. Ενδέχεται και ασυνείδητα να βιώνει μια ευλογία που θα έπρεπε να είναι δεδομένη για τον καθένα χωρίς πιστεύει πως την οφείλει σε οποιονδήποτε. Σίγουρα πάντως φροντίζει να δηλώνει με κάθε τρόπο πόσο αντιπροσωπευτικό δείγμα νεαρού προτύπου θα μπορούσε να αποτελεί.


Την ίδια ώρα από το παράθυρο αντικρίζω τη γνώριμη μικροσκοπική παρουσία των 11:00. Μόνο εχθές απουσίαζε. Πρέπει να ήταν το ρεπό της. Είναι πάντα βιαστική. Μοιάζει να φοβάται μήπως δεν είναι αρκετά συνεπής, μήπως κινδυνέψει να βρεθεί ξανά από εκεί που ξεκίνησε. Πανικόβλητη, με ύφος αγανάκτησης είτε γιατί δεν έχει συνηθίσει την παγκόσμια ιδέα πως “η ώρα περνάει γρήγορα”, ή γιατί δε θέλει να αλλάξει η ίδια τις κακές της συνήθειες, κατεβαίνει από το λεωφορείο της γραμμής που την αφήνει ακριβώς έξω από την είσοδο προσωπικού του ξενοδοχείου. Αν και 1.50 ύψος με το ζόρι, περπατάει με αυτοπεποίθηση δίμετρης και ύφος ντίβας του κινηματογράφου. Βαδίζει πάντα πάνω σε τακούνια και φοράει κολλητά φορέματα που διαγράφουν περίτεχνα τις πληθωρικές της καμπύλες. Πριν καλά καλά εγκαταλείψει τις σκάλες του λεωφορείου ακούω την τσιριχτή κραυγή της κι κάτι να μουρμουράει με θυμό ρώσικο. Η πόρτα του λεωφορείου, της έχει πιάσει τις στιλπνές, μαύρες, ζωηρές, μακριές της μπούκλες που συχνά με περηφάνια τινάζει. Η μικρή ρωσιδούλα είναι αερικό, είναι το μεσογειακό όνειρο που θα χρειαστεί να το εξερευνήσεις κάτω από ένα ψυχρό βλέμμα και ένα διάφανο δέρμα,. Είναι όμως κυρίως η πιο θηλυκή εκδοχή μιας καθημερινής γυναίκας που ζει στη δικής της γυάλινη μπάλα γεμάτη χρυσόσκονη.


Λίγο πριν όμως ήταν μαζί μου ο σερβιτόρος θαλασσόλυκος  της καρδιάς μας. Ο Αργεντίνος εξηντάχρονος φίλος μου, με μια διάθεση πάντα να παραμυθιάσει τους πελάτες του όπως ο ίδιος παραμυθιάζει την καρδιά του και όπως παραμυθιάζονταν για χρόνια από τη θάλασσα που τον ταξίδεψε παντού στον κόσμο μέχρι που τον ξέβρασε σε αυτό εδώ ο ξενοδοχείο. Φοράει το σωστό σε μέγεθος λευκό πουκάμισο, κολλητό πάνω του, με ανεβασμένα σε ρεβέρ τα μανίκια ακριβώς πάνω από τους αγκώνες, ώστε το γραμμωμένο, σφιχτό απ’την αρμύρα και τον ήλιο κοκκινόμαυρο σώμα του να δείχνει την ετοιμότητα, τη βαθιά και αληθινή γνώση της ζωής, τη μοναδική εμπειρία του ταξιδιού. Αναφέρει συχνά πως είναι αργεντινός στις χιλιάδες μικρές ιστορίες όπου διηγείται την κουλτούρα της χώρας καταγωγής του, προσπαθώντας να σε πείσει για το πόσο περήφανο τον κάνει αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό στοιχείο της προέλευσης του. Το ίδιο συχνά τονίζει πως δεν έχει πατρίδα, δεν είχε ποτέ, όπως θέλει να λέι. Όμως ενώ μιλάει με θεατρινίστικό παράπονο και αυτό το καταλαβαίνεις όταν πίσω από κάθε ιστορία του κρύβεται ένας μικρός θησαυρός νοσταλγίας και αγάπης για τις χώρες που επισκέφτηκε , την ίδια ώρα προδίδει τη μία και μοναδική αλήθεια του, πως δεν έχει μια μα χιλιάδες πατρίδες. Μια από αυτές είναι και η δική μου, στην οποία φαίνεται και να κατέληξε για το επόμενο της ζωής του. Και δεν είναι ότι αυτός μόνο τη διάλεξε για πατρίδα αλλά η πατρίδα μου επιβράβευσε με εκπροσώπους κάποιους από εμάς την αυθεντικότητα, την αβρότητα και την μεγαλοσύνη του κάθε ανθρώπου για προσφορά.


AUTUMN 2021

Tuesday, November 9, 2021

Η μέρα που ανθίζει πεντάγραμμα

 Τρίτη 9 Νοεμβρίου , έτος «Φούξια Αγριοβατομουριάς». 

Μήνας χρυσανθεμολατρείας και Βροχής των Λεοντιδών

Τα κατάλευκα μάρμαρα φωτίζονταν υπέροχα από τον ήλιο, που δειλά μέσα από την ομίχλη αντανακλούσε ένα λευκό φως, διαφορετικό από ότι συνήθως. Νομίζω πως διαβαίνω ένα μονοπάτι προς μια σπάνια, μοναδική έκπληξη. Για αρκετά λεπτά διακρίνω με δυσκολία τι με περιμένει μερικά μέτρα παρακάτω. Χαζεύω το βήμα που και παιχνιδίζω με τα πατήματά μου. Animal print σε λιλά υπότονο, country μποτάκια σταυρώνονται και προσπαθώ να κρατήσω ένα ρυθμό για να φαίνονται πιο όμορφα σε ένα πιο αποφασιστικό περπάτημα. Τα γυμνά μου μελαμψά πόδια σταδιακά ασπρίζουν από το κρύο αυτό το ξημέρωμα, που καθόλου δεν είχα προβλέψει προς θα με βρει μακριά από το σπίτι μου. Όσο ο κόσμος υποδέχεται τη μέρα, το υγρό νέφος απομακρύνεται προς τα πάνω και η οπτική μου στάθμη ανεβαίνει και εκείνη. 


Κοιτώντας χαμηλά, τώρα βλέπω όχι μόνο τα πόδια μου αλλά και λίγο από τη σατέν λιλά κοντή μου φούστα και μια ιδέα από το μπεζ ολόμαλλο ριχτό παλτό μου. Σίγουρα αυτό που δεν θα φανεί είναι τα χέρια  που χου κλείσει σφιχτά, σε χούφτες κάτω από τον ζεστό λαιμό μου. Μερικοί περαστικοί και κάποιοι ακόμη και έπειτα πολλοί περισσότεροι πρωινοί τύποι, περνοδιαβαίνουν με τα χέρια ελεύθερα, στις τσέπες, σταυρωμένα μπροστά. Όλοι κυνηγούν να προλάβουν τη μέρα από νωρίς, να προϋπαντήσουν το φως που ίσως φωτίσει τα σκοτάδια τους, να δουν γι’ ακόμη μια φορά κατάματα τη ζωή. Όλο και καταφέρνω να δω περισσότερα , από ότι απλά πόδια και χέρια. Το λευκό πέπλο έχει διαλυθεί εντελώς και τώρα μπορώ και διακρίνω πρόσωπα. Εκφράσεις και μη εκφράσεις σου επικοινωνούν κάτι, συγκεκριμένο ή μια βέβαιη ασάφεια. Στάσεις και τάσεις εμφανίζονται, μορφοποιούνται και επιβάλλονται σε κάθε μέτρο. Μια τέτοια στάση είναι το κορίτσι με την κιθάρα, έξω από μια γκαλερί με εκθέματα από μπετό.


Τα εκθέματα φαίνονται και πρέπει να είναι δεκάδες κιλά το καθένα. Τα περισσότερα είναι δοχεία ή καθίσματα. Κανείς μπορεί να απορήσει για το που θα μπορούσαν να προορίζονται, ποιες αισθητικές ανάγκες να ικανοποιήσουν, σε ποιανού γούστο θα ταιριάξουν. Ένα από τα τσιμεντένια καθίσματα, εξωτερικά της βιτρίνας φιλοξενεί ένα κορίτσι ξανθό με μελαμψό δέρμα. Άγριο πλάσμα. Το κορίτσι εκμεταλλεύεται την απουσία του εμπόρου για να ξαποστάσει και να κουρδίσει την κιθάρα του. Βέβαια θα μπορούσε άνετα να λειτουργήσει και ως διαφήμισή του. Καθήμενη εκεί το προϊόν αποκτά και πελάτη και προορισμό. Η άγρια αισθητική του ταιριάζει άψογα με την σκληρή φιγούρα που είναι αδύνατο να μην την προσέξει κανείς πριν ακόμη εκπέμψει μουσικά. Φοράει ένα σιφόν κεραμιδί μικροσκοπικό φορεματάκι και μαύρες τρακτερωτές μπότες ως τη μέση της γεμάτης γάμπας της. Όλοι οι μύες της είναι υπερτονισμένοι, το δέμα της ηλιοκαμένο και στιλπνό, τα μάτια της θεόρατα και γκρι, τα χείλια της σαρκώδη και χωρίς καμπύλες αλλά ένα μεγάλο τόξο πάνω και κάτω. Δεν είναι παράξενα όμορφη αλλά όμορφα παράξενη. Η φωνή της όμως, σαν χιλίων αγγέλων μαζί οι φωνές, σαν του ανέμου οι ριπές, μαζί γλυκιά και στιβαρή. Η μελωδική γραμμή της, σαν τραγουδά, χαδεύει το άκαμπτο υλικό του αεικίνητων τσιμεντένιων εκθεμάτων, γλιστράει στα μάρμαρα ίσα με τα πέλματα των ποδιών μου και ανθίζει πεντάγραμμα ανάμεσά μας, ανάμεσα σε εμένα , τη μέρα, τους περαστικούς. Όλα μαγικά πηγαίνουν και πάλι πίσω από ένα νέφος προσδοκίας, όμως τόσο διάφανο αυτήν την φορά, που όλα φαίνονται πεντακάθαρα και δεν υπονοούν απλά τη ζωή άλλά την ελπίδα που περιμένει συχνά σε κάποια γωνία.


AUTUMN 2021