Monday, December 20, 2021

Εγωκεντρικό κυνηγητό

Δευτερά 20 Δεκεμβρίου , έτος «Φούξια Αγριοβατομουριάς». 

Μήνας φωτορυθμικότητας και χρωματολόγια

Ανεβαίνω γρήγορα τα σκαλιά και έχω φτάσει. Πατάω σταθερά και νιώθω ακόμη ότι ανεβαίνω κι άλλο. Είναι σα να με κυνηγάει το εγώ μου, σα να με κυνηγάει ο εαυτό μου που έχω σαράντα χρόνια να αντικρίσω κατάματα. Πως θα σταθεί ανάμεσα σε αυτό το πλήθος, πως θα αντιμετωπίσει την αλήθεια του που με καταδιώκει. Θα μπορούσα να την αφήσω να με πιάσει, να με βρει, να με γδύσει, να με απογυμνώσει. Όμως δε ξέρω πως να ζήσω έτσι μετά, πως να σταθώ όρθια απέναντι στο συναίσθημα που θα με κατακλύσει. Και αν σπάσω τόσο που δεν καταφέρω ξανά να γίνω ποτέ εγώ; Και αν καταφέρω να συνδέσω τα κομμάτια της ψυχής μου αλλά έχω γίνει άλλη; Και καλώς αν δε με αναγνωρίζω, αλλά αν με θυμάμαι αλλά δεν ξέρω πως να με φτάσω πια; 


Σπαταλώ εδώ και κάποια ώρα ενέργεια κάτι που δε συνηθίζω να κάνω σωματικά. Αυτό μου συμβαίνει κάθε μέρα όλη μέρα αλλά πνευματικά. Ανακοινώνω συχνά στον εαυτό μου και στους δικούς μου πως θα πάω για τρέξιμο. Το κάνω για να αφήσω μια φωνητική υπόσχεση στο σύμπαν και να νιώσω εκτεθειμένη στην περίπτωση που δεν κρατήσω το λόγο μου. Τρέχοντας παρατηρώ καλύτερα τα πράγματα αλλά συνήθως βαριέμαι, όχι να παρατηρώ αλλά να τρέχω. Κάποιες πάλι φορές τρέχω ατελείωτα και δε με σταματάει τίποτα και κανείς. Νιώθω πως πρέπει να ξεφύγω από την ασύδοτη περισυλλογή μου και ανάλυση. Είναι σα να εκτοξεύω το θυμό μου προς εμένα που δεν μπορώ να αφεθώ στη δική μου αλήθεια. Να αγαπώ χωρίς τέλος, να δείχνω την ψυχή μου χωρίς κανένα φόβο, να καταναλώνομαι συναισθηματικά μέχρι να τρομάξω τους πάντες γύρω μου και να σκεφτούν καλά για πιο λόγο είναι ο ένας για τον άλλο.


Εκεί έξω από τα σκαλιά του μετρό βαστάζω τα γόνατά μου και σκύβω κάτω, να καλύψω το πρόσωπό μου από τον παγωμένο αέρα, να ξεκουράσω τις πλάτες μου, να μαζέψω το στομάχι μου, να ελέγξω τις αναπνοές μου. Δάκρυα μαζεύονται στα μάτια και παραμένουν λίμνες μισοπαγωμένες χωρίς υπερχείλιση χωρίς βυθό που να μην κινδυνεύεις, αν υπήρχε, να χαθείς μέσα του μια για πάντα. Σηκώνομαι σιγά σιγά και ηρεμώ την αναπνοή μου. Βάζω στόχο το παγκάκι απέναντι. Ισιωνω το μπλε πουπουλένιο ανάγλυφο μεταξωτό μπουφάν μου με τον υπερμεγέθη όρθιο γιακά που καλύπτει όρθιος, το μισό μου πρόσωπο και τραβάω τα ρεβέρ του φαρδύ τζιν παντελονιού μου. Παρατηρώ περπατώντας αργά πως το γυμνό κομμάτι των ποδιών μου μεταξύ παντελονιού και των λευκών μου σνικερς έχει κοκκινίσει από το κρύο και την τριβή που προκάλεσε στο τρέξιμο το σκληρό ύφασμα. Καταλαβαίνω λοιπόν πόσο παραδομένη ήμουν σε αυτό το εγωκεντρικό κυνηγητό. Όσο αρχίζω να ηρεμώ παίρνει θερμοκρασία και το σώμα.


Μόλις καθίσω νιώθω πως αρχίζω να ζεσταίνομαι και ανεβάζω λίγο τα μανίκια πάνω από τους καρπούς, στηρίζω τους αγκώνες μου στα γόνατα και πλέκω τα δάχτυλά μου σαν σε προσευχή. Προσέυχομαι μερικές φορές. Όχι όσο παλιά. Νιώθω πως στα τόσα βάσανα του κόσμου, Κανείς δε θα ακούσει τις προσευχές μου. Όμως τώρα προσεύχομαι χωρίς να πρέπει να βρει προορισμό η προσευχή. Προσεύχομαι σα να έχω την τύχη μου στα δικά μου χέρια και περιμένω να ακούσω η ίδια τις προσευχές μου. Συνέρχομαι σαν καταλάβω πως έχω ακόμη χρόνο να ζητήσω από το μέσα μου να βγει μια βόλτα μεγάλη, να ανοίξει, να κάνει ότι χρειάζεται για να βρει όσο οξυγόνο πρέπει για να αναπνεύσει σε ρυθμό δικό μου. Προσεύχομαι να παρακάμψω εκείνους που νομίζουν άλλα από αυτά που εγώ νομίζω και με παρακάμπτουν συστηματικά χωρίς τη γνώμη μου, χωρίς να βλέπουν την ευαίσθητη ματιά μου. Μα πάνω από όλα χωρίς να εκτιμούν την δική τους ευαίσθητη ματιά.


WINTER 2021

Monday, December 6, 2021

Τα τρία κλειδιά: Αποχώρηση

 Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου , έτος «Φούξια Αγριοβατομουριάς». 

Μήνας φωτορυθμικότητας και χρωματομαγείας

Το τρένο σταματάει έξω από το σταθμό και μουδιασμένη φτάνω μέχρι την πόρτα. Έπειτα κοντοστέκομαι στο τελευταίο σκαλοπάτι και με ένα πλατύ βήμα προσγειώνομαι στην αποβάθρα. Χώνω τα χέρια βαθιά στις τσέπες και τα πιέζω κάτω σα να ψάχνω να βρω ένα τέρμα πιο βαθιά από αυτό που ήδη έχουν, σα να μην είναι αρκετή η τσέπη να ζεστάνει τα παγωμένα μου χέρια ή σα να ψάχνω ένα μυστικό καλά κρυμμένο σαν έκπληξη, σα νόμισμα χαμένο που χρόνια μετά τυχαία βρίσκεις στην τσέπη του παλτό σου. Νιώθω ένα χέρι να μ’ ακουμπάει και μου δίνει χειραψία. Δυσκολεύομαι να βγάλω τα χέρια από τις τσέπες και αφού με βαριά καρδιά το αποφασίζω να τα εκθέσω στην ψυχρή απογευματινή ανταποκρίνομαι με μια ζεστή αγκαλιά. Η κομψή συντάκτρια με τις μεγάλες παλάμες και τα μακριά δάχτυλα με πιάνει περνώντας τα δάχτυλά της γύρω από τα μπρατσά ψηλά , κοντά στου ώμους και νιώθω τα ακροδάχτυλα να ακουμπάν σχεδόν τις ωμοπλάτες. Το πιάσιμό της είναι δυνατό και ενθαρρυντικό. “Νιώθεις πως έχεις ήδη διανύσει αρκετό δρόμο, μα έχεις ακόμη να διανύσεις πολύ”, μου λέει και μου χαμογελά. 


Επιστρέφω, με τα πόδια, στο κρύο όπως φαντάζομαι δωμάτιο. Απουσιάζω από το πρωί και σίγουρα η φωτιά θα έχει σβήσει. Τα ξημέρωμα γυρνάω στην πατρίδα και δεν ξέρω αν αξίζει να ανάψω φωτιά, να παραμείνω στους τέσσερις τοίχους του θλιμμένου πια δωματίου, εκεί που θα αφήσω μόνο την ανάμνησή μου σε αποτύπωμα σκέψης και έκφρασης. Ίσως καλύτερα να μείνω ως αργά στο σαλόνι υποδοχής, να διαβάσω, να πιω ένα ζεστό τσάι, να επεξεργαστώ τα κείμενά μου, να έχω την παρέα των επισκεπτών. Η μοναξιά είναι πάντα μοναξιά αλλά πάντα λίγο πριν το τέλος παίρνει μια άλλη διάσταση, γίνεται πιο απειλητική. Για να γράψεις πρέπει να επιλέξεις να μείνεις μόνος, για να αλληλεπιδράσεις με τον δικό σου εσωτερικό κόσμο, τον μόνο που έχεις στη διάθεσή σου. Όμως τώρα δε θέλω άλλο να γράψω, ούτε να να ψάξω περισσότερο ακόμα μέχρι τον πάτο της ψυχής μου, να ανακαλύψω και να παραγνωριστώ με τα πιο υπόγεια μονοπάτια της.  Δεν τα κατάφερα καθόλου άσχημα τις μέρες μου εδώ πέρα. Μάλιστα τώρα που βαδίζω και το χιόνι κάθεται στα ρούχα μου διαπιστώνω πως ίσως κάποιος μου στέλνει για δώρα τη συντροφιά αυτής της λευκής πανδαισίας ως ένδειξη ευγνωμοσύνης. Το ευχαριστώ από τον κόσμο των υπέργειων οντοτήτων για τον κόπο μου να αναμετρηθώ με τον κόσμο τους και να φέρω μια ιδέα από εκείνον στο χαρτί και από εκεί στα μάτια των ανθρώπων.  


Μπαίνω στο μικρό πανδοχείο και υπάρχει κόσμος πολύς. Είναι λες και περιμένουν όλοι έμενα. Ή μήπως κάτι τέτοιο στ΄ αλήθεια συμβαίνει; Θα μου άρεσε μια τέτοια εκδοχή αλλά τη φοβάμαι συνάμα. Κάποτε μαζεύτηκαν πολλοί για να μου ανακοινώσουν με τρόπο κάτι δυσάρεστο. Μόνο τρόπο δεν τον έλεγες τούτο. Καλύτερα καμία ανακοίνωση με κανέναν τρόπο και αλλάζω γρήγορα γνώμη. Με πλησιάζει μια χαριτωμένη μικρή και μου λέει με ύφος επίσημο πως κάποιος με περιμένει. Μου ζητάει να την ακολουθήσω μέχρι το τραπέζι στη γωνιά πλάι στο παράθυρο. Αναγνωρίζω το γκρι κεφάλι και τις φαρδιές πλάτες. “Μέρες δεν πέρασες από το μαγαζί μου”, μου λέει, “δε σου αρέσουν μάλλον τα γλυκά μου” συνεχίζει και δε φαίνεται απογοητευμένος παρά μόνο ότι με περιπαίζει. Μιλήσαμε και είπαμε όσα προλαβαίνουν να πουν δυο φίλοι που συναντήθηκαν στη ζωή μόνο για λίγο. Έπειτα χαιρετηθήκαμε και υποσχεθήκαμε ό ένας στον άλλο θαυμασμό ο ένας για τον άλλο. 


Επιστρέφοντας στο δωμάτιο αργά για να μαζέψω και να φύγω. Λίγο πριν κατευθύνομαι προς την κουζίνα να χαιρετήσω τους δημιουργούς της υπέροχης ντοματόσουπας που κρατούσαν το στομάχι μου γεμάτο και την καρδιά μου ζεστή τα βράδια που ξημέρωνα πάνω από τα γράμματα και τα σημεία στίξης. Δε βρίσκω κανέναν και κόβω μια βόλτα ανάμεσα στους ντυμένους με ξύλο τοίχους, πάνω στις πέτρινες γκρι σκούρες πέτρες που καλύπτουν το πάτωμα, προσπαθώντας να οικειοποιηθώ τον χώρο, να προκαλέσω έναν μικρό θόρυβο, να γνωρίσω καλύτερα αυτό το μουσείο μαγειρικής δημιουργίας. Δεν εμφανίζεται κανείς και εγώ ξεκινώ να παίζω όπως τα μικρά παιδάκια που πονηρά προσπαθούν να πειράξουν τα ξένα πράγμα. Στα αριστερά μία θεόρατη ξύλινη ντουλάπα από το πάτο μέχρι το ταβάνι, φαρδιά, βαριά και με δεκάδες πορτάκια να αντιστοιχούν σε δεκάδες ντουλαπάκια με μια μικρή μπρούτζινη κλειδαρότρυπα. Όμως έξι εξ αυτών μόνο, έχουν πάνω τους από ένα νούμερο. Από το ένα έως το έξι , από πάνω προς τα κάτω τα ντουλάπια μοιάζουν να αντιστοιχούν σε κάτι. Βάζω τα χέρια στην τσέπη του παλτό μου και βγάζω τα κλειδιά. Δοκιμάζω σε κάθε μία κλειδαρότρυπα το τρίτο κλειδάκι, εκείνο του οποίου τη χρήση δε είχα μέχρι εκείνη την ώρα ακόμη γνωρίσει. Στον αριθμό πέντε, το κλειδί ταιριάζει και τα μάτια μου υγραίνονται από ενθουσιασμό. Ξεκλειδώνω και………….ένα βάζο με σκούρο μοβ περιεχόμενο και δαντελένιο κάλυμμα, ένα λευκό ορθογώνιο λεπτό πακετάκι δεμένο με μαύρη πικέ κορδέλα και ένα χαρτόνι σε ρολό. Μια μαρμελάδα βατόμουρο με το όνομα του πανδοχείου “Hamiltons’ Cottage”, ένα μεταξωτό μαντίλι σε μπλε, πορτοκαλί, κίτρινο και μπεζ χρώμα με τα αρχικά μου και σε μια γραμμή με καλλιγραφικό χαρακτήρα: “Good - bye for now”, your friend Oliver.



WINTER 2021

Friday, December 3, 2021

Τα τρία κλειδιά: Λίγο πριν

 Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου , έτος «Φούξια Αγριοβατομουριάς». 

Μήνας φωτορυθμικότητας και χρωματομαγείας

Η μικρή εκδρομή κράτησε περίπου μισή μέρα και μου κόστισε από τον συγγραφικό μου χρόνο όχι όμως από τη συγγραφική μου ποιότητα. Η συντροφιά δεν ήταν πλούσια σε αριθμό αλλά μοναδική. Η εικόνες που εναλλάσσονταν μπροστά στα μάτια μου, ήταν σπάνιου κάλους και αισθητικής παραδοξότητας. Και η αγορά; H αγορά που ονειρεύεται να περιπλανιέται για ώρες κάθε παραμυθοκόριτσο. Στο ίδιο τρένο βρέθηκα με μια πρώην συντάκτρια, μίας από τις διασημότερες και πιο αγαπημένες εφημερίδες της χώρας, για τουλάχιστον 3 δεκαετίες. Είχε κάνει έναν χαρτοφύλακα από μαλακό σχεδόν ξεχειλωμένο, μαύρο δέρμα, με σκληρά, χοντρά, στρογγυλά χερούλια από πλεγμένο καστόρι, καλάθι για αποξηραμένα φρούτα, φρέσκα πικάντικα τυριά και βάζα μαρμελάδας. Ήταν ότι ψώνισε από το παζάρι όπως συχνά κάνει, κάθε 2 μήνες περίπου. Με συμβούλεψε τι να ψωνίσω, όπως και ο μουσάτος pastry που έκανε εκείνο το πολύ κρύο βράδυ να μοιάζει ωραίο κρύο βράδυ.


Φυσικά και βρήκα στοιβαγμένα ξύλα έξω από την πόρτα μου εκείνο το ξημέρωμα όμως ήξερα πια και από που μπορούσα να προμηθευτώ όσα ήθελα, κάθε στιγμή. Το ένα από τα δύο μικρότερα κλειδιά ξεκλείδωνε την κοντή πόρτα κάτω από τη σκάλα που οδηγούσε στα πάνω δωμάτια, στα δεξιά της ρεσεψιόν. Το δικό μου δωμάτιο ήταν ακριβώς στην άλλη πλευρά αριστερά, στην αρχή του διαδρόμου που οδηγούσε στα μαγειρεία, στην αίθουσα που διατηρούνταν οι προμήθειες και που είχε ένα κάποιο ενδιαφέρον όπως συνειδητοποίησα τις μέρες που ακολούθησαν. Σε αυτή την αίθουσα έβρισκε τη χρήση του το άλλο κλειδί. Εκείνο όμως της κοντής ξύλινης πορτούλας κάτω από η σκάλα μπορούσε να δώσει πρόσβαση στους επισκέπτες των οποίων το δωμάτιο είχε τζάκι, σόμπα ή κάτι τέτοιο, να μπορέσουν να προμηθευτούν ξύλα όποτε τους τελείωναν και να το ζεστάνουν. Γιατί κλειδί; Η πόρτα δε σφράγιζε με κάποιο τρόπο, όπως κάθε άλλη πόρτα. Η πρόσβαση σε αθώα ζωάκια και πονηρά παιδάκια που βλέπαν το μυστήριο αποθηκάκι σαν την τέλεια κρυψώνα, έπρεπε να αποτραπεί με κάποιο τρόπο. Μετά τις 8 το βραδύ ήταν συνήθως που πήγαινα σαν τον κλέφτη, προσπαθώντας να μοιάζω αόρατη στον φόβο μην ενοχλήσω κανένα και γέμιζα ένα τροχήλατο ξύλινο καροτσάκι με ξύλα. Έτσι απλή ήταν η ζωή μιας εβδομάδας στο μικρό πανδοχείο. 


Αυτές τις μέρες εδώ έγραψα πολύ, έφαγα αρκετά αλλά όχι με πρόγραμμα και περιπλανήθηκα χωρίς σκοπό αλλά με διάθεση αλήτικη. Δεν ήταν πάντα ξεκάθαρο ούτε που ήθελα να πάω ούτε καν πως θα έμοιαζε η επιστροφή. Μπορεί να ξεκίναγα για κάπου με ήλιο κι χωρίς ομπρέλα και να γύρναγα πίσω με βροχή και ηλιόλουστη διάθεση. Πάντα όμως περπάταγα με λίγη ή πολύ ομίχλη. Η θαμπάδα αυτή έριχνε φίλτρα που κούραζε τα μάτια μα ξεκούραζε την ψυχή. Ένιωθες μυστήρια όμορφα που δεν έβλεπες καθαρά τον κόσμο και μπορούσες να τον φαντάζεσαι μονάχα όπως σου ταίριαζε. Ένιωθες την ευλογία της στιγμής όπου όλα ομορφαίναν ξαφνικά την ώρα που η ατμόσφαιρα καθάριζε και εκείνη ακριβώς την ώρα ήταν που ο κόσμος δημιουργούσε μια πολύ ανθρώπινη συνθήκη. Πολλές ανάσες μαζί ζεσταίναν το κρύο περιβάλλον γύρω μας και εξάτμιζαν την ψυχρή υγρασία. Σαν αποτέλεσμα οι δρόμοι ήταν υγροί μα τα κορμιά μας θερμά, ζωηρά και τα αυθόρμητα από χαρά και ατελείωτο κέφι. Το ίδιο προκαλούσαν και τα πολλά φώτα από τα πολλά μαγαζάκια, με τους λαμπρούς, φιλόξενους, ατελείωτα ορεξάτους για κουβέντα και κεράσματα ανθρώπους.


Τέτοιους συνάντησα στην υπαίθρια αγορά που διάλεξα να γνωρίσω αυτό το τελευταίο πρωινό σε τούτο εδώ τον τόπο, που έλαμψα σαν άσημη συγγραφέας για όσους λίγους, τυχαίους ανθρώπους συνάντησα και έγιναν φίλοι μαζί μου και εγώ μαζί τους. Απλοί καθημερινοί διασκεδαστές που πωλούν την πρώτη ύλη της αυθεντικότητας που είναι η αγάπη για την ποιότητα. Γευστικότητα, ευωδία, μεταξένιες υφές και διαχρονικότητα στην αξία των προϊόντων τους. Αυτό το τελευταίο ήταν ο βασικός λόγος που οι επισκέπτες ήταν πιστοί καταναλωτές. Οι τέντες των πάγκων γεμάτες χρώματα, όπως και τα στρογγυλά φώτα, κόκκινες, πράσινες, κίτρινες, μπλε μπάλες σα φωτεινές πυγολαμπίδες, σα χρυσόσκονη μέσα στο μουντό σύννεφο που η μέρα κουβαλούσε εδώ από νωρίς το πρωί. Σε ρουφούσε η αποπλάνηση της φαντασιοπληξίας και δυσκολευόσουν να εξέλθεις από αυτήν και να εισέλθεις και πάλι στην απροκάλυπτη ορθολογικότητα του ρεαλισμού. Τώρα στο τρένο όμως μόνο το σώμα ταξιδεύει στον γήινο χωροχρόνο. Οι αισθήσεις μου ακόμη ακροβατούν μεταξύ ενός φανταστικού και ενός πραγματικού χρονικού και έτσι ασυνάρτητα μπαινοβγαίνω από μια ονειρική κατάσταση σε μια πλήρως αφυπνιστική και το ανάποδο.



WINTER 2021

Thursday, December 2, 2021

Τα τρία κλειδιά: Διαμονή

 Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου , έτος «Φούξια Αγριοβατομουριάς». 

Μήνας φωτορυθμικότητας και χρωματομαγείας

Πέρασαν δυο τρεις μέρες για να καταλάβω σε πια κλειδαρότρυπα μπαίνουν τα άλλα δύο μικρά κλειδάκια. Το απόγευμα τις πρώτης μέρας, και αφού το πρωί και το μεσημεράκι πέρασαν μεταξύ, κρεβατιού για σύντομους υπνάκους, γραφείου για γέμισμα σελίδων και μια δυο μικρές εξορμήσεις στην τραπεζαρία του πανδοχείου για λίγο ζεστό καφέ και μηλόπιτα, αποφάσισα να ντυθώ χοντρά και να ξεμυτίσω. Οι υπηρεσίες της διαμονής περιορίζονταν σε μικρά σνακ, σε καλό ύπνο, καθαριότητα ανά δυο ημέρες και ζεστή φιλοξενία, με ωραία καλημερίσματα, γλυκά καληνυχτίσματα, ζεστές χειραψίες και άμεσες απαντήσεις στις ερωτήσεις των επισκεπτών. Το μόνο που χρειάστηκε να ρωτήσω κατά την πρώτη κιόλας μέρα, ήταν αν υπήρχε κάποια αγορά κοντά ή έπρεπε να πάω κάπου πιο έξω. Και φυσικά δε ρώτησα που μπορούσαν να φανούν χρήσιμα τα άλλα δύο κλειδιά. Ένιωθα πως όφειλα να είμαι αρκετά έξυπνη να το ανακαλύψω μόνη μου.


Η μικρή κωμόπολη είχε δικό της σταθμό τρένου, βέβαια με πολύ περιορισμένα και σπάνια δρομολόγια, σε πολύ κοντινές αποστάσεις. Αυτό ήταν μια χρήσιμη πληροφορία για να μεταβώ στο παζάρι, 12 χιλιόμετρα μακριά από όπου βρισκόμουνα, σε έναν οικισμό με δέκα σπίτια ντόπιων τοπικών παραγωγών, που όπως με ενημέρωσαν, έμεναν εκεί και πωλούσαν διάφορα χρηστικά και μη πράγματα και τρόφιμα σε καλύτερες τιμές από ότι στην κεντρική αγορά της περιοχής που διέμενα. Εκεί ίσως πήγαινα προς το τέλος της παραμονής μου εδώ όταν πια είχα ανακαλύψει καλά ετούτω εδώ τον τόπο. Έως τότε αποφασίζω να πάρω τον δρόμο για την αγορά που όπως με ενημέρωσε η παχουλή, πρασινομάτα με φακίδες και πυρόξανθες μπούκλες υπάλληλος υποδοχής, βρίσκεται 800 μέτρα μακριά από το πανδοχείο. Αργά ή γρήγορα αυτή η βόλτα θα γινότανε. Ανυπομονούσα τόσο γι΄ αυτήν και είχα μια καλή αφορμή τώρα αν και το σκοτάδι έπεφτε σιγά σιγά και η διαδρομή αγρίευε όσο περνούσε η ώρα. Έπρεπε να ζεστάνω ο δωμάτιο που μόνο το τζάκι ζέσταινε και που άλλα ξυλά δε βρήκα μήτε στο τσουβαλάκι που ήταν γεμάτο χθες το βράδυ έξω από την πόρτα μου μήτε σε κάποια γωνιά στον κήπο του πανδοχείου. 


Η ώρα ήταν 6 το απόγευμα και τέτοια ώρα άλλαζε η βάρδια στην υποδοχή. Έτσι μόνο ένας σερβιτόρος, μια κυρία στην καθαριότητα και μάλλον κάποιος στην κουζίνα που δεν τον εγκατέλειπε ποτέ το μεράκι του για γευστικές σκανδαλιές δηλώναν την παρουσία τους στο χώρο εκείνη την ώρα. Η θερμοκρασία στο δωμάτιο είχε πέσει στου 16 βαθμούς. Έπρεπε να το ζεστάνω καθώς τα εγκεφαλικά μου κύτταρα είχαν μπει στη συντήρηση, οι νευρώνες αρχίσαν να πιάνουν πάχνη και η έμπνευση ήθελε σύντομα απόψυξη. Φοράω το μάλλινο, ζακάρ, λαδί παλτό μου, τα γούνινα χρυσολαδί σνίκερς μου και τραβάω μπροστά στο πέτρινο δρομάκι, το μοναδικό που μοιάζει κάπου να οδηγεί. Οι λάμπες πανύψηλες, πολλά μέτρα πάνω από το κεφάλι μου, κάνουν τη σκιά μου να φαίνεται σαν όρθιο μακρύ φτερό πένας και τα βήματά μου σαν τη βουτηγμένη στο μελάνι μύτη του να γράφουν τα ίχνη τους για μια βέβαιη επιστροφή. Τα σπίτια δίνουν σημεία ζωής μόνο από τον καπνό που βγαίνει από τις καπνοδόχους, ανεβαίνει και ανεβαίνει μέχρι που συναντιέται σε ένα μεγάλο σύννεφο ένα με εκείνο της ομίχλης. Το μονοπάτι είναι υγρό, μεγάλο και δημιουργεί μονίμως τη σιγουριά πως σίγουρα οδηγεί σε έναν τόπο με υψηλές προσδοκίες. Σε μία στροφή του δρόμου διαβαίνω ένα πέτρινο γεφύρι με φουσκωμένο, ορμητικό νερό να περνάει από κάτω. Είχα ακούσει για το ποτάμι και φυσικά ακούω την ορμή του μέχρι το δωμάτιο. Κι όμως η στάθμη του είναι πολύ πιο κάτω από το ύψος του δρόμου και έτσι είναι μάλλον ο άγρυπνος φρουρός του χωριού παρά ο πεινασμένος γίγαντας από τον οποίο οι κάτοικοί του κινδυνεύουν συχνά να τους κατασπαράξει. Η ατμόσφαιρα είναι υγρή και τσουχτερή αλλά μόλις διακρίνω τα φώτα στο βάθος από τα μικρά μαγαζάκια που λαμποκοπούν σα χριστουγεννιάτικα στολίδια, η καρδιά μου ζεσταίνεται και το δέρμα μου ξανα-αναπνέει. 


Γρήγορα θα βρω ένα μαγαζάκι, μια στάση για ζεστό κρασί και μπίτερ πλάκα σοκολάτας με κομματάκια αποξηραμένου τζίντζερ. Πίνω, δαγκώνω, δαγκώνω, πίνω. Ρωτάω τον κύριο με τα γκρίζα καλοχτενισμένα, κοντοκουρεμένα μαλλιά και το απόλυτα περιποιημένο λευκό του μούσι, τα γαλάζια μάτια με τις πυκνές ξανθές βλεφαρίδες, το γεροδεμένο κορμί μέσα σε ένα πικέ ολόστενο μπλε σκούρο μπλέιζερ, στενό blue black jean και λευκή ποδιά, πιο λευκή ακόμη από τα κιλά άχνης ζάχαρης πάνω της, πως θα μπορούσα να βρω μερικά ξύλα για τις επόμενες μέρες αλλά προπάντων για απόψε τη νύχτα. Μπουκωμένη όπως είμαι σίγουρα δεν μπορώ να τον γοητεύσω και να τον κάνω να προσφερθεί κουβαλώντας μου λίγα από αυτά που έχει στοιβαγμένα στην είσοδο της υπαίθριας πατισερί του, πάνω στο καρότσι που λειτουργεί μάλλον ως τροχήλατο παγωτατζίδικο τα καλοκαίρια. Όμως προσφέρεται να με βγάλει από τη χαζομάρα μου. Αφού πρώτα δε δυσκολεύεται καθόλου να μαντέψει που μένω, έπειτα συνεννοείται στο τηλέφωνο με κάποιον από το πανδοχείο για ένα καλάθι ξύλα, τέλος με ρωτάει με έναν γεμάτο υπονοούμενα πειραχτικό ύφος: “ Φαντάζομαι πως δε σας έδωσαν μονάχα ένα κλειδί για το δωμάτιο, σωστά;” και η κουβέντα κρατάει το ενδιαφέρον μου μέχρι αργά.


WINTER 2021

Wednesday, December 1, 2021

Τα τρία κλειδιά: Άφιξη

 Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου , έτος «Φούξια Αγριοβατομουριάς». 

Μήνας φωτορυθμικότητας και χρωματομαγείας

Στη φλόγα μία σπίθα ξεπηδάει και δημιουργεί μια μικρή φλόγα έξω από την μήτρα της. Είναι μικροσκοπική αλλά φαίνεται τολμηρή και αποφασιστική να ζήσει. Της δίνω ζωή απ΄ την πνοή μου, καθώς όσο τη φυσάω εκείνη ζωηρεύει. Ζωηρεύοντας, δίνει οξυγόνο στον εαυτό της και όλο και μεγαλώνει, γίνεται ανεξάρτητη και τρώει μόνη της πια το χοντρό ασχημάτιστο ξύλο που έχωσα από νωρίς το πρωί στο τζάκι. Γύρω στις 06:30 το κρύο δωμάτιο, με τις καρό κουρτίνες και τα ξύλινα παράθυρα που σφραγίζαν όσο τα χρόνια τους επέτρεπαν, δεν ευνοούσε τη κατάσταση ύπνου στην οποία βρισκόμουν μόλις πέντε ώρες. Η άφιξη στο δωμάτιο έγινε αργά τα μεσάνυχτα και δεν σπατάλησα καθόλου χρόνο για χαζολόγημα αν και υπήρχαν πολλοί καλοί λόγοι για κάτι τέτοιο.


Το ταξίδι κράτησε περισσότερο από ότι είχα υπολογίσει , παρότι πήρα μεσημεράκι την πτήση μου. Δεν ήταν όμως μόνο ο χρόνος μέσα στο αεροπλάνο. Άλλες δυόμισι ώρες από το αεροδρόμιο ήταν η διάρκεια της διαδρομής μέχρι την μικρή επαρχία πίσω από τον λόφο. Το μαύρο ταξί με τα εκρού δερμάτινα καθίσματα και τα φιμέ τζάμια ήταν ζεστό και μύριζε δέρμα, κέδρο και γλυκό κονιάκ. Αριστερά στο κάθισμα του συνοδηγού υπήρχε ένα μεγάλο πράσινο καλάθι με μερικά μπουκάλια, όλα μαζί σε συσκευασία δώρου. Το καλάθι διακοσμούσε ένα μεγάλος τσόχινος φιόγκος, σε μαύρο χρώμα όπως και το χρώμα από τις ετικέτες με τα καλλιγραφικά γράμματα έξω από το καλάθι. Το χρώμα των ποτών, με μικρές παραλλαγές, έμοιαζε με εκείνο της αραιωμένης με νερό σκουριάς, διάφανο, κεχριμπαρένιο, καθαρό. “Εκεί που πάτε προορίζεται να παραδοθεί κι αυτό”, μου λέει ο οδηγός, που παρακολουθεί από τον καθρέφτη εμένα να έχω υπνωτισμένα καρφώσει το βλέμμα μου πάνω στο καλάθι. Από αυτό διαχέονταν η γλυκιά αλκοολούχα ευωδία. Από το ελαφρώς, όσο μια σχισμή, ανοιχτό παράθυρο  περνούσε μέσα η μυρωδιά του παγωμένου και υγρού οξυγόνου που ανέδυαν τα πυκνά δάση της περιοχής και από τα ζεστά καθίσματα μοσχοβολούσε ένα πυκνό άρωμα φρέσκου δέρματος. Μέσα στο ζεστό αμάξι και το άγριο τοπίο με βρίσκει η αλλαγή της μέρας έξω από το πανδοχείο. 


Σε αυτό το παλιό, μικροσκοπικό πανδοχείο με τα πέντε δωμάτια και την απότομη ξύλινη σκάλα, φτάνω νυσταγμένη και αποκαμωμένη από μια μέρα που μου φάνηκε σαν δύο. Είναι όλο ξύλινο, με πατώματα που τρίζουν και μυρίζει ντοματόσουπα και κανέλα. Μου το συνέστησαν για τα νόστιμα ζεστά του, την καλόγουστη τοπική διακόσμησή του και τη μόνιμα ατμοσφαιρική του διάθεση. Μου δίνουν τα κλειδιά με μια μπορντό βελούδινη κολοκύθα να κρέμεται και ένα μπρούτζινο μεγάλο δαντελωτό κλειδί, παρέα με άλλα δύο μικρά που δεν ξέρω τι μπορεί να ξεκλειδώνουν Με το μεγάλο, πέντε λεπτά μετά ξεκλειδώνω μια κόκκινη πόρτα, με κόκκινο στρογγυλό πόμολο που πρέπει να γυρίσεις δεξιά για να μπεις. Είναι το δωμάτιο του ισογείου. Ανοίγοντας, στα αριστερά μου ένα ημίδιπλο σιδερένιο κρεβάτι, δεξιά ένα τζάκι αναμμένο με μια τρεμάμενη φώτισα να ψιθυρίζει κάτι στο σκοτάδι και ευθεία μπροστά, ένα μεγάλο παράθυρο με δεκάδες τζαμένια τετραγωνάκια που σχηματίζονται από κόκκινους ξύλινους σταυρούς, μισοκρυμμένο πίσω από δύο κομμάτια βαριά κουρτίνα από καρό ύφασμα “καμπαρντίνα”  να υπερισχύει το κόκκινο και στολίζεται από ζωηρό πράσινο. Αυτά μόνο πρόσεξα μπαίνοντας στο δωμάτιο, παρέα με μία μικρή βαλίτσα και ένα ζευγάρι κουρασμένα πόδια. Γρήγορα πέταξα τα ρούχα μου κάπου και φόρεσα την ολόσωμη μπλε σατέν πιτζάμα μου με την πουά άσπρη μπλε γούνινη επένδυση. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι τη φωτιά στο τζάκι να αργοσβήνει όπως ακριβώς κι εμένα, βυθισμένη στα λευκά παπλώματα και ασάλευτη.


Τα σκεπάσματα στη θέση τους, με τρόπο που υποδηλώνει πως η προοπτική ύπνου παραμένει ακόμη ανοιχτή και εγώ τολμώ να πω πως τα έχω καταφέρει υπέροχα με τη φωτιά. Η δύναμη της έχει καταφέρει να φέρει όση ζέστη έλειπε από τον χώρο και εμένα να ξεδιπλώνω το κορμί μου και να ανακτώ τη δύναμη τη μυαλού μου. Η αλήθεια είναι πως 08:00 η ώρα δεν είναι αργά για έναν υπνάκο ακόμη αλλά η βροχή στα τζάμια, ο καπνός από το τζάκι μπροστά από τα γιγάντια δέντρα, η μυρωδιά της πρωινής ντοματόσουπας που περνάει κάτω από τη φυρά της πόρτας και η βροντερή ησυχία προκαλούν μαγικά τις αισθήσεις μου για γράψιμο και ο υπνάκος μπορεί να περιμένει λιγάκι. Αυτό που δε σας είπα είναι πως το βράδυ που έφτασα δεν παρατήρησα πως μπροστά από το παράθυρο υπήρχε ένα μικροσκοπικό σεκρετέρ με μία λάμπα μια σταλιά, με κορδονάκι από γυαλιστερή στριφτή κλωστή και μια ξύλινη καρεκλίτσα με ένα στρογγυλό μελιτζανί βελούδινο μαξιλαράκι. Στο φως της μέρας, το έπιπλο άστραψε στα μάτια μου και μου θύμισε το σκοπό του ταξιδιού. Η έμπνευση με περίμενε μπροστά από ένα σετ γραφείου και μια θέα φανταστική.



WINTER 2021