Friday, December 3, 2021

Τα τρία κλειδιά: Λίγο πριν

 Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου , έτος «Φούξια Αγριοβατομουριάς». 

Μήνας φωτορυθμικότητας και χρωματομαγείας

Η μικρή εκδρομή κράτησε περίπου μισή μέρα και μου κόστισε από τον συγγραφικό μου χρόνο όχι όμως από τη συγγραφική μου ποιότητα. Η συντροφιά δεν ήταν πλούσια σε αριθμό αλλά μοναδική. Η εικόνες που εναλλάσσονταν μπροστά στα μάτια μου, ήταν σπάνιου κάλους και αισθητικής παραδοξότητας. Και η αγορά; H αγορά που ονειρεύεται να περιπλανιέται για ώρες κάθε παραμυθοκόριτσο. Στο ίδιο τρένο βρέθηκα με μια πρώην συντάκτρια, μίας από τις διασημότερες και πιο αγαπημένες εφημερίδες της χώρας, για τουλάχιστον 3 δεκαετίες. Είχε κάνει έναν χαρτοφύλακα από μαλακό σχεδόν ξεχειλωμένο, μαύρο δέρμα, με σκληρά, χοντρά, στρογγυλά χερούλια από πλεγμένο καστόρι, καλάθι για αποξηραμένα φρούτα, φρέσκα πικάντικα τυριά και βάζα μαρμελάδας. Ήταν ότι ψώνισε από το παζάρι όπως συχνά κάνει, κάθε 2 μήνες περίπου. Με συμβούλεψε τι να ψωνίσω, όπως και ο μουσάτος pastry που έκανε εκείνο το πολύ κρύο βράδυ να μοιάζει ωραίο κρύο βράδυ.


Φυσικά και βρήκα στοιβαγμένα ξύλα έξω από την πόρτα μου εκείνο το ξημέρωμα όμως ήξερα πια και από που μπορούσα να προμηθευτώ όσα ήθελα, κάθε στιγμή. Το ένα από τα δύο μικρότερα κλειδιά ξεκλείδωνε την κοντή πόρτα κάτω από τη σκάλα που οδηγούσε στα πάνω δωμάτια, στα δεξιά της ρεσεψιόν. Το δικό μου δωμάτιο ήταν ακριβώς στην άλλη πλευρά αριστερά, στην αρχή του διαδρόμου που οδηγούσε στα μαγειρεία, στην αίθουσα που διατηρούνταν οι προμήθειες και που είχε ένα κάποιο ενδιαφέρον όπως συνειδητοποίησα τις μέρες που ακολούθησαν. Σε αυτή την αίθουσα έβρισκε τη χρήση του το άλλο κλειδί. Εκείνο όμως της κοντής ξύλινης πορτούλας κάτω από η σκάλα μπορούσε να δώσει πρόσβαση στους επισκέπτες των οποίων το δωμάτιο είχε τζάκι, σόμπα ή κάτι τέτοιο, να μπορέσουν να προμηθευτούν ξύλα όποτε τους τελείωναν και να το ζεστάνουν. Γιατί κλειδί; Η πόρτα δε σφράγιζε με κάποιο τρόπο, όπως κάθε άλλη πόρτα. Η πρόσβαση σε αθώα ζωάκια και πονηρά παιδάκια που βλέπαν το μυστήριο αποθηκάκι σαν την τέλεια κρυψώνα, έπρεπε να αποτραπεί με κάποιο τρόπο. Μετά τις 8 το βραδύ ήταν συνήθως που πήγαινα σαν τον κλέφτη, προσπαθώντας να μοιάζω αόρατη στον φόβο μην ενοχλήσω κανένα και γέμιζα ένα τροχήλατο ξύλινο καροτσάκι με ξύλα. Έτσι απλή ήταν η ζωή μιας εβδομάδας στο μικρό πανδοχείο. 


Αυτές τις μέρες εδώ έγραψα πολύ, έφαγα αρκετά αλλά όχι με πρόγραμμα και περιπλανήθηκα χωρίς σκοπό αλλά με διάθεση αλήτικη. Δεν ήταν πάντα ξεκάθαρο ούτε που ήθελα να πάω ούτε καν πως θα έμοιαζε η επιστροφή. Μπορεί να ξεκίναγα για κάπου με ήλιο κι χωρίς ομπρέλα και να γύρναγα πίσω με βροχή και ηλιόλουστη διάθεση. Πάντα όμως περπάταγα με λίγη ή πολύ ομίχλη. Η θαμπάδα αυτή έριχνε φίλτρα που κούραζε τα μάτια μα ξεκούραζε την ψυχή. Ένιωθες μυστήρια όμορφα που δεν έβλεπες καθαρά τον κόσμο και μπορούσες να τον φαντάζεσαι μονάχα όπως σου ταίριαζε. Ένιωθες την ευλογία της στιγμής όπου όλα ομορφαίναν ξαφνικά την ώρα που η ατμόσφαιρα καθάριζε και εκείνη ακριβώς την ώρα ήταν που ο κόσμος δημιουργούσε μια πολύ ανθρώπινη συνθήκη. Πολλές ανάσες μαζί ζεσταίναν το κρύο περιβάλλον γύρω μας και εξάτμιζαν την ψυχρή υγρασία. Σαν αποτέλεσμα οι δρόμοι ήταν υγροί μα τα κορμιά μας θερμά, ζωηρά και τα αυθόρμητα από χαρά και ατελείωτο κέφι. Το ίδιο προκαλούσαν και τα πολλά φώτα από τα πολλά μαγαζάκια, με τους λαμπρούς, φιλόξενους, ατελείωτα ορεξάτους για κουβέντα και κεράσματα ανθρώπους.


Τέτοιους συνάντησα στην υπαίθρια αγορά που διάλεξα να γνωρίσω αυτό το τελευταίο πρωινό σε τούτο εδώ τον τόπο, που έλαμψα σαν άσημη συγγραφέας για όσους λίγους, τυχαίους ανθρώπους συνάντησα και έγιναν φίλοι μαζί μου και εγώ μαζί τους. Απλοί καθημερινοί διασκεδαστές που πωλούν την πρώτη ύλη της αυθεντικότητας που είναι η αγάπη για την ποιότητα. Γευστικότητα, ευωδία, μεταξένιες υφές και διαχρονικότητα στην αξία των προϊόντων τους. Αυτό το τελευταίο ήταν ο βασικός λόγος που οι επισκέπτες ήταν πιστοί καταναλωτές. Οι τέντες των πάγκων γεμάτες χρώματα, όπως και τα στρογγυλά φώτα, κόκκινες, πράσινες, κίτρινες, μπλε μπάλες σα φωτεινές πυγολαμπίδες, σα χρυσόσκονη μέσα στο μουντό σύννεφο που η μέρα κουβαλούσε εδώ από νωρίς το πρωί. Σε ρουφούσε η αποπλάνηση της φαντασιοπληξίας και δυσκολευόσουν να εξέλθεις από αυτήν και να εισέλθεις και πάλι στην απροκάλυπτη ορθολογικότητα του ρεαλισμού. Τώρα στο τρένο όμως μόνο το σώμα ταξιδεύει στον γήινο χωροχρόνο. Οι αισθήσεις μου ακόμη ακροβατούν μεταξύ ενός φανταστικού και ενός πραγματικού χρονικού και έτσι ασυνάρτητα μπαινοβγαίνω από μια ονειρική κατάσταση σε μια πλήρως αφυπνιστική και το ανάποδο.



WINTER 2021

No comments:

Post a Comment