Monday, December 6, 2021

Τα τρία κλειδιά: Αποχώρηση

 Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου , έτος «Φούξια Αγριοβατομουριάς». 

Μήνας φωτορυθμικότητας και χρωματομαγείας

Το τρένο σταματάει έξω από το σταθμό και μουδιασμένη φτάνω μέχρι την πόρτα. Έπειτα κοντοστέκομαι στο τελευταίο σκαλοπάτι και με ένα πλατύ βήμα προσγειώνομαι στην αποβάθρα. Χώνω τα χέρια βαθιά στις τσέπες και τα πιέζω κάτω σα να ψάχνω να βρω ένα τέρμα πιο βαθιά από αυτό που ήδη έχουν, σα να μην είναι αρκετή η τσέπη να ζεστάνει τα παγωμένα μου χέρια ή σα να ψάχνω ένα μυστικό καλά κρυμμένο σαν έκπληξη, σα νόμισμα χαμένο που χρόνια μετά τυχαία βρίσκεις στην τσέπη του παλτό σου. Νιώθω ένα χέρι να μ’ ακουμπάει και μου δίνει χειραψία. Δυσκολεύομαι να βγάλω τα χέρια από τις τσέπες και αφού με βαριά καρδιά το αποφασίζω να τα εκθέσω στην ψυχρή απογευματινή ανταποκρίνομαι με μια ζεστή αγκαλιά. Η κομψή συντάκτρια με τις μεγάλες παλάμες και τα μακριά δάχτυλα με πιάνει περνώντας τα δάχτυλά της γύρω από τα μπρατσά ψηλά , κοντά στου ώμους και νιώθω τα ακροδάχτυλα να ακουμπάν σχεδόν τις ωμοπλάτες. Το πιάσιμό της είναι δυνατό και ενθαρρυντικό. “Νιώθεις πως έχεις ήδη διανύσει αρκετό δρόμο, μα έχεις ακόμη να διανύσεις πολύ”, μου λέει και μου χαμογελά. 


Επιστρέφω, με τα πόδια, στο κρύο όπως φαντάζομαι δωμάτιο. Απουσιάζω από το πρωί και σίγουρα η φωτιά θα έχει σβήσει. Τα ξημέρωμα γυρνάω στην πατρίδα και δεν ξέρω αν αξίζει να ανάψω φωτιά, να παραμείνω στους τέσσερις τοίχους του θλιμμένου πια δωματίου, εκεί που θα αφήσω μόνο την ανάμνησή μου σε αποτύπωμα σκέψης και έκφρασης. Ίσως καλύτερα να μείνω ως αργά στο σαλόνι υποδοχής, να διαβάσω, να πιω ένα ζεστό τσάι, να επεξεργαστώ τα κείμενά μου, να έχω την παρέα των επισκεπτών. Η μοναξιά είναι πάντα μοναξιά αλλά πάντα λίγο πριν το τέλος παίρνει μια άλλη διάσταση, γίνεται πιο απειλητική. Για να γράψεις πρέπει να επιλέξεις να μείνεις μόνος, για να αλληλεπιδράσεις με τον δικό σου εσωτερικό κόσμο, τον μόνο που έχεις στη διάθεσή σου. Όμως τώρα δε θέλω άλλο να γράψω, ούτε να να ψάξω περισσότερο ακόμα μέχρι τον πάτο της ψυχής μου, να ανακαλύψω και να παραγνωριστώ με τα πιο υπόγεια μονοπάτια της.  Δεν τα κατάφερα καθόλου άσχημα τις μέρες μου εδώ πέρα. Μάλιστα τώρα που βαδίζω και το χιόνι κάθεται στα ρούχα μου διαπιστώνω πως ίσως κάποιος μου στέλνει για δώρα τη συντροφιά αυτής της λευκής πανδαισίας ως ένδειξη ευγνωμοσύνης. Το ευχαριστώ από τον κόσμο των υπέργειων οντοτήτων για τον κόπο μου να αναμετρηθώ με τον κόσμο τους και να φέρω μια ιδέα από εκείνον στο χαρτί και από εκεί στα μάτια των ανθρώπων.  


Μπαίνω στο μικρό πανδοχείο και υπάρχει κόσμος πολύς. Είναι λες και περιμένουν όλοι έμενα. Ή μήπως κάτι τέτοιο στ΄ αλήθεια συμβαίνει; Θα μου άρεσε μια τέτοια εκδοχή αλλά τη φοβάμαι συνάμα. Κάποτε μαζεύτηκαν πολλοί για να μου ανακοινώσουν με τρόπο κάτι δυσάρεστο. Μόνο τρόπο δεν τον έλεγες τούτο. Καλύτερα καμία ανακοίνωση με κανέναν τρόπο και αλλάζω γρήγορα γνώμη. Με πλησιάζει μια χαριτωμένη μικρή και μου λέει με ύφος επίσημο πως κάποιος με περιμένει. Μου ζητάει να την ακολουθήσω μέχρι το τραπέζι στη γωνιά πλάι στο παράθυρο. Αναγνωρίζω το γκρι κεφάλι και τις φαρδιές πλάτες. “Μέρες δεν πέρασες από το μαγαζί μου”, μου λέει, “δε σου αρέσουν μάλλον τα γλυκά μου” συνεχίζει και δε φαίνεται απογοητευμένος παρά μόνο ότι με περιπαίζει. Μιλήσαμε και είπαμε όσα προλαβαίνουν να πουν δυο φίλοι που συναντήθηκαν στη ζωή μόνο για λίγο. Έπειτα χαιρετηθήκαμε και υποσχεθήκαμε ό ένας στον άλλο θαυμασμό ο ένας για τον άλλο. 


Επιστρέφοντας στο δωμάτιο αργά για να μαζέψω και να φύγω. Λίγο πριν κατευθύνομαι προς την κουζίνα να χαιρετήσω τους δημιουργούς της υπέροχης ντοματόσουπας που κρατούσαν το στομάχι μου γεμάτο και την καρδιά μου ζεστή τα βράδια που ξημέρωνα πάνω από τα γράμματα και τα σημεία στίξης. Δε βρίσκω κανέναν και κόβω μια βόλτα ανάμεσα στους ντυμένους με ξύλο τοίχους, πάνω στις πέτρινες γκρι σκούρες πέτρες που καλύπτουν το πάτωμα, προσπαθώντας να οικειοποιηθώ τον χώρο, να προκαλέσω έναν μικρό θόρυβο, να γνωρίσω καλύτερα αυτό το μουσείο μαγειρικής δημιουργίας. Δεν εμφανίζεται κανείς και εγώ ξεκινώ να παίζω όπως τα μικρά παιδάκια που πονηρά προσπαθούν να πειράξουν τα ξένα πράγμα. Στα αριστερά μία θεόρατη ξύλινη ντουλάπα από το πάτο μέχρι το ταβάνι, φαρδιά, βαριά και με δεκάδες πορτάκια να αντιστοιχούν σε δεκάδες ντουλαπάκια με μια μικρή μπρούτζινη κλειδαρότρυπα. Όμως έξι εξ αυτών μόνο, έχουν πάνω τους από ένα νούμερο. Από το ένα έως το έξι , από πάνω προς τα κάτω τα ντουλάπια μοιάζουν να αντιστοιχούν σε κάτι. Βάζω τα χέρια στην τσέπη του παλτό μου και βγάζω τα κλειδιά. Δοκιμάζω σε κάθε μία κλειδαρότρυπα το τρίτο κλειδάκι, εκείνο του οποίου τη χρήση δε είχα μέχρι εκείνη την ώρα ακόμη γνωρίσει. Στον αριθμό πέντε, το κλειδί ταιριάζει και τα μάτια μου υγραίνονται από ενθουσιασμό. Ξεκλειδώνω και………….ένα βάζο με σκούρο μοβ περιεχόμενο και δαντελένιο κάλυμμα, ένα λευκό ορθογώνιο λεπτό πακετάκι δεμένο με μαύρη πικέ κορδέλα και ένα χαρτόνι σε ρολό. Μια μαρμελάδα βατόμουρο με το όνομα του πανδοχείου “Hamiltons’ Cottage”, ένα μεταξωτό μαντίλι σε μπλε, πορτοκαλί, κίτρινο και μπεζ χρώμα με τα αρχικά μου και σε μια γραμμή με καλλιγραφικό χαρακτήρα: “Good - bye for now”, your friend Oliver.



WINTER 2021

No comments:

Post a Comment